προσμιξις

προσμιξις
    πρόσμιξις
    πρόσ-μιξις
    -εως ἥ воен. сближение (для боя), схватка Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "προσμιξις" в других словарях:

  • πρόσμιξις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξει — πρόσμιξις fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσμίξεϊ , πρόσμιξις fem dat sg (epic) πρόσμιξις fem dat sg (attic ionic) προσμί̱ξει , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg (epic) προσμί̱ξει , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξεις — πρόσμιξις fem nom/voc pl (attic epic) πρόσμιξις fem nom/acc pl (attic) προσμί̱ξεις , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 2nd sg (epic) προσμί̱ξεις , προσμείγνυμι make to reach fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξηι — πρόσμιξις fem dat sg (epic) προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj mid 2nd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσμιξη — και πρόσμειξη, η / πρόσμιξις και πρόσμειξις (ε)ίξεως, ΝΜΑ [προσμ(ε)ίγνυμι] ανάμιξη νεοελλ. 1. χημ. α) η ανάμιξη μιας ουσίας μέσα σε μια άλλη β) ουσία που είναι ξένη προς την κύρια χημική σύσταση ενός μη καθαρού, χημικώς, σώματος, ουσία η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • προσμίξεως — προσμίξεω̆ς , πρόσμιξις fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσμίξῃ — προσμίξηι , πρόσμιξις fem dat sg (epic) προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj mid 2nd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach aor subj act 3rd sg προσμί̱ξῃ , προσμείγνυμι make to reach fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»